- ημιπαγής
- ἡμιπαγής, -ές (Α)ο σχεδόν στερεοποιημένος, ο πηγμένος κατά το ήμισυνεοελλ.ιατρ. τέρας με δύο σώματα ενωμένα στον θώρακα, στον λαιμό και στο κάτω μέρος τού προσώπου ώς το στόμα, που είναι κοινό για τα δύο σώματααρχ.1. (μτφ. για τη μάθηση) αυτός που δεν είναι άρτιος, που δεν είναι πλήρης («ἡμιπαγὴς σοφία», Φίλ.)2. φρ. «ᾠά ἡμιπαγῆ» — αβγά μελάτα, που δεν έχουν πήξει πολύ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + -παγής < επάγην, πήγνυμι (πρβλ. ακρο-παγής, χρυσο-παγής)].
Dictionary of Greek. 2013.